ραπιδογράφος

ραπιδογράφος
ο, και ραπιντογκράφ, το, Ν
τύπος γραμμοσύρτη - στυλογράφου, χρησιμοποιούμενος κυρίως στην εκτέλεση τεχνικών σχεδίων, με ενσωματωμένη αποθήκη μελανιού στο στέλεχός του, ο οποίος καταλήγει σε λεπτό σωλήνα με μεταλλική τρίχα εσωτερικά, από όπου ρέει το μελάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. rapidographe (< rapide «ταχύς» + -γράφος)*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”